πελτές

πελτές
ο паста;

ντομάτα πελτές — томатная паста;

§ τον έκανα πελτέ — я сделал из него котлету, сильно избил его


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πελτές" в других словарях:

  • πελτές — και μπελντές, ο 1. συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας ο οποίος περιέχει αλάτι, συντηρητικά και άλλες ουσίες που εμποδίζουν την αλλοίωσή του για μεγάλο χρονικό διάστημα και χρησιμοποιείται στην μαγειρική αντί για φρέσκια ντομάτα 2. γλύκισμα από χυμό… …   Dictionary of Greek

  • (μ)πελτές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. συμπυκνωμένος τοματοπολτός. 2. είδος μαρμελάδας από κυδώνια ή μήλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπελντές — και μπελτές, ο βλ. πελτές …   Dictionary of Greek

  • peltea — PELTEÁ, peltele, s.f. Produs alimentar fabricat din suc de fructe fiert cu zahăr, închegat cu o masă gelatinoasă, elastică şi transparentă, asemănătoare cu jeleul. ♦ fig. Expunere scrisă sau orală, lungă şi prolixă, lipsită de miez; poliloghie,… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»